- σπαργανώνω
- σπαργανῶ, -όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, -όομαι, Α [σπάργανον](σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαργανώνω — σπαργάνωσα, σπαργανώθηκα, σπαργανωμένος, περιτυλίγω το βρέφος με σπάργανα, φασκιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικαταδεσμώ — ἐπικαταδεσμῶ, έω (Α) σπαργανώνω βρέφος προσδένοντάς το πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
κειριώ — άω (Α κειριῶ, όω) [κειρία] νεοελλ. περιτυλίγω σχοινί με κειρία* για να τό προφυλάξω από την τριβή αρχ. περιδένω, σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργάνωμα — το, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαργανώνω, φάσκιωμα αρχ. το σπάργανο … Dictionary of Greek
σπαργανίζω — Α [σπάργανον] σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργανώ — άω, Α [σπάργανον] σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργνούμαι — όομαι, Α (επικ. τ.) βλ. σπαργανώνω … Dictionary of Greek
συσπαργανώ — όω, Μ [σπαργανῶ] σπαργανώνω μαζί … Dictionary of Greek
φασκιώνω — φασκιῶ, όω, ΝΜΑ [φασκία] (σχετικά με βρέφη) περιτυλίγω με φασκιές, με σπάργανα, σπαργανώνω αρχ. περιδένω με επίδεσμο … Dictionary of Greek
φασκιώνω — φάσκιωσα, φασκιώθηκα, φασκιωμένος 1. περιτυλίγω βρέφος με φασκιά, το σπαργανώνω. 2. επιδένω, περιτυλίγω με επίδεσμο: Βγήκε το νύχι του και αυτός φάσκιωσε το δάχτυλό του. 3. περιδένω σπασμένο μέλος του σώματος με νάρθηκα, το καλαμώνω: Ύστερα από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)